- ἀπονευρώσεις
- ἀπονεύρωσιςend of the musclefem nom/voc pl (attic epic)ἀπονεύρωσιςend of the musclefem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδετικός ιστός — (Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek